λαιμότομος

λαιμότομος
λαιμότομος, -ον (Α)
αυτός που τού έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καρά-τομος, υλό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαιμοτόμος — λαιμοτόμος, ον (α) αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. κεφαλο τόμος, φυλλο τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • λαιμοτόμος — throatcutting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμότομος — throatcutting masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτόμον — λαιμοτόμος throatcutting masc/fem acc sg λαιμοτόμος throatcutting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτόμου — λαιμότομος throatcutting masc/fem/neut gen sg λαιμοτόμος throatcutting masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτόμους — λαιμότομος throatcutting masc/fem acc pl λαιμοτόμος throatcutting masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοτόμων — λαιμότομος throatcutting masc/fem/neut gen pl λαιμοτόμος throatcutting masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμότομον — λαιμότομος throatcutting masc/fem acc sg λαιμότομος throatcutting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”